Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
πραγματικός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Συνώνυμα
1.2.2
Αντώνυμα
1.2.3
Συγγενικά
1.2.4
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
πραγματικ
ός
η
πραγματικ
ή
το
πραγματικ
ό
γενική
του
πραγματικ
ού
της
πραγματικ
ής
του
πραγματικ
ού
αιτιατική
τον
πραγματικ
ό
την
πραγματικ
ή
το
πραγματικ
ό
κλητική
πραγματικ
έ
πραγματικ
ή
πραγματικ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
πραγματικ
οί
οι
πραγματικ
ές
τα
πραγματικ
ά
γενική
των
πραγματικ
ών
των
πραγματικ
ών
των
πραγματικ
ών
αιτιατική
τους
πραγματικ
ούς
τις
πραγματικ
ές
τα
πραγματικ
ά
κλητική
πραγματικ
οί
πραγματικ
ές
πραγματικ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
πραγματικός
<
αρχαία ελληνική
πραγματικός
<
πρᾶγμα
Επίθετο
επεξεργασία
πραγματικός
Αυτός που υπάρχει ή αληθεύει
Συνώνυμα
επεξεργασία
αληθινός
ουσιαστικός
Αντώνυμα
επεξεργασία
εξωπραγματικός
πλασματικός
φανταστικός
ψεύτικος
Συγγενικά
επεξεργασία
εξωπραγματικός
Μεταφράσεις
επεξεργασία
πραγματικός
αγγλικά
:
real
(en)
γαλλικά
:
réel
(fr)
ιταλικά
:
reale
(it)
ουκρανικά
:
справжній
(uk)