Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
πλασματικός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Συνώνυμα
1.2.2
Αντώνυμα
1.2.3
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
πλασματικ
ός
η
πλασματικ
ή
το
πλασματικ
ό
γενική
του
πλασματικ
ού
της
πλασματικ
ής
του
πλασματικ
ού
αιτιατική
τον
πλασματικ
ό
την
πλασματικ
ή
το
πλασματικ
ό
κλητική
πλασματικ
έ
πλασματικ
ή
πλασματικ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
πλασματικ
οί
οι
πλασματικ
ές
τα
πλασματικ
ά
γενική
των
πλασματικ
ών
των
πλασματικ
ών
των
πλασματικ
ών
αιτιατική
τους
πλασματικ
ούς
τις
πλασματικ
ές
τα
πλασματικ
ά
κλητική
πλασματικ
οί
πλασματικ
ές
πλασματικ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
πλασματικός
<
αρχαία ελληνική
πλασματικός
<
πλάσμα
<
πλάσσω
Επίθετο
επεξεργασία
πλασματικός
που είναι είτε αντικείμενο της φαντασίας είτε φτιαχτός
Συνώνυμα
επεξεργασία
πλαστός
υποθετικός
ψέυτικος
Αντώνυμα
επεξεργασία
αληθινός
πραγματικός
υπαρκτός
Μεταφράσεις
επεξεργασία
πλασματικός
αγγλικά
:
fictitious
(en)
γαλλικά
:
plasmatique
(fr)
,
fictif
(fr)
ιταλικά
:
fittizio
(it)