πλασματικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- πλασματικός < αρχαία ελληνική πλασματικός < πλάσμα < πλάσσω
Επίθετο
επεξεργασία
πλασματικός
- που είναι είτε αντικείμενο της φαντασίας είτε φτιαχτός