πλάσσω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- πλάσσω < αρχαία ελληνική πλάσσω
Ρήμα
επεξεργασίαπλάσσω (παθητική φωνή: πλάσσομαι)
- (λόγιο) άλλη μορφή του πλάθω
Μεταφράσεις
επεξεργασία πλάσσω
|
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- πλάσσω < πρωτοελληνική *pláťťō < *platʰyō • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ρήμα
επεξεργασίαπλάσσω
Συγγενικά
επεξεργασία- πλάστης
- ...
Πηγές
επεξεργασία- πλάσσω - Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής - Αρχαία Ελληνική Γλώσσα και Γραμματεία - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2006‑2008. greek‑language.gr
- πλάσσω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- πλάσσω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.