πλάστης
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- πλάστης < → λείπει η ετυμολογία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
πλάστης αρσενικό
- αυτός που δημιουργεί
- κυλινδρικό εργαλείο για πλάσιμο
- ο εργάτης που ασχολείται με το πλάσιμο ειδών (κυρίως) από ζύμη
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
εργαλείο
εργάτης που ασχολείται με το πλάσιμο