καλούπι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | καλούπι | τα | καλούπια |
γενική | του | καλουπιού | των | καλουπιών |
αιτιατική | το | καλούπι | τα | καλούπια |
κλητική | καλούπι | καλούπια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- καλούπι < (άμεσο δάνειο) τουρκική kalıp < αραβική قَالِب (qālib) < ελληνιστική κοινή καλόπους / αρχαία ελληνική καλάπους (αντιδάνειο) < κᾶλον + πούς
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίακαλούπι ουδέτερο
- κατασκευή ή εξάρτημα το οποίο χρησιμοποιείται για να χυθεί μέσα σε αυτό ένα ρευστό υλικό, να πήξει εκεί μέσα, ώστε να πάρει το συγκεκριμένο σχήμα για το οποίο σχεδιάστηκε, και μετά να αφαιρεθεί
- πρότυπο που χρησιμοποιείται στην κατασκευή πολλών πανομοιότυπων αντιγράφων με χαμηλό κόστος
Συνώνυμα
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- ακαλούπιαστος
- ακαλούπωτος
- καλουπατζής
- καλουπιάζω
- καλούπιασμα
- καλούπωμα
- καλουπώνω
- ξεκαλούπωμα
- ξεκαλουπώνω
- → δείτε τις λέξεις καλαπόδι και πόδι