moule
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
moule | moules |
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαmoule (fr) αρσενικό
Πολυλεκτικοί όροι
επεξεργασία- moule à manqué (τσέρκι (για γλυκό))
Ουσιαστικό
επεξεργασίαmoule (fr) θηλυκό
- (θαλάσσιο ζώο) μύδι
- (οικείο) άτονος, αργοκίνητος άνθρωπος
- (κατ’ επέκταση) ανόητος, βλάκας
- (χυδαίο) αιδοίο, μουνί