Δείτε επίσης: moulé
      ενικός         πληθυντικός  
moule moules

  Προφορά

επεξεργασία
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

moule (fr) αρσενικό

  1. καλούπι
  2. στέλεχος ενός κουμπιού που επικαλύπτεται με ύφασμα
  3. τύπος, παράδειγμα

Πολυλεκτικοί όροι

επεξεργασία

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

moule (fr) θηλυκό

  1. (θαλάσσιο ζώο) μύδι
  2. (οικείο) άτονος, αργοκίνητος άνθρωπος
  3. (κατ’ επέκταση) ανόητος, βλάκας
  4. (χυδαίο) αιδοίο, μουνί