↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το στέλεχος τα στελέχη
      γενική του στελέχους των στελεχών
    αιτιατική το στέλεχος τα στελέχη
     κλητική στέλεχος στελέχη
Κατηγορία όπως «έδαφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
στέλεχος < αρχαία ελληνική στέλεχος

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

στέλεχος ουδέτερο

  1. ο κορμός ή βλαστός φυτού
  2. το κύριο τμήμα ενός αντικειμένου
    ※  Τρία πόδια (σπάνια τέσσερα) σχηματίζουν τη βάση η οποία στηρίζει ένα ψηλό στέλεχος, τον καυλό, (λατ. Scapus, σκάπος), στην απόληξη του οποίου διαμορφώνεται ο δίσκος ή πινάκιον ή πινακίσκιον ή σταγμοδόχη ανάλογα με τη μορφή της φωτιστικής πηγής την οποία προορίζεται να στηρίξει (Ιωάννης Κ. Μότσιανος, Φως ιλαρόν : ο τεχνητός φωτισμός στο Βυζάντιο, Διδακτορική διατριβή, Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας, Βόλος, 2011, σελ. 285)
  3. το βασικό ή ηγετικό μέλος οργανωμένου συνόλου ανθρώπων
  4. στα λογιστικά έντυπα, αποδείξεις, εισιτήρια κ.λπ. το φύλλο που δεν αποκόπτεται και παραμένει στο μπλοκ
  5. το πιο οπίσθιο μέρος του εγκεφάλου, που συνδέει τον εγκέφαλο με το νωτιαίο μυελό. Λέγεται και εγκεφαλικό στέλεχος.
  6. ο κορμός του πέους

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία



↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
στελεχεσ-
ονομαστική τὸ στέλεχος τὰ στελέχη
στελέχε
      γενική τοῦ στελέχους
στελέχεος
τῶν στελεχῶν
στελεχέων
      δοτική τῷ στελέχει
στελέχεῐ̈
τοῖς στελέχεσ(ν)
    αιτιατική τὸ στέλεχος τὰ στελέχη
στελέχεα
     κλητική ! στέλεχος στελέχη
στελέχεα
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  στελέχει & στελέχεε
γεν-δοτ τοῖν  στελεχοῖν & στελεχέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'στέλεχος' όπως «στέλεχος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
στέλεχος < συγγενές του στειλαιός και στήλη και στέλλω και μακρινή συγγένεια με το ἵστημι • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

στέλεχος ουδέτερο (επίσης και ως αρσενικό)

  1. (βοτανική) κορμός φυτού, στέλεχος φυτού
  2. κούτσουρο
  3. (μεταφορικά) ο βλάκας, το τούβλο, ο χοντροκέφαλος