σκάπος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | σκάπος | οι | σκάποι |
γενική | του | σκάπου | των | σκάπων |
αιτιατική | τον | σκάπο | τους | σκάπους |
κλητική | σκάπε | σκάποι | ||
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- σκάπος < λατινική scapus < ελληνιστική κοινή σκᾶπος
Ουσιαστικό
επεξεργασίασκάπος αρσενικό
- (βιολογία) τμήμα εντόμου παρόμοιο με σκήπτρο
- ※ Η κεραία αποτελείται από δυο βασικά άρθρα (σκάπος και ποδίσκος) και το σχετικά λεπτό μαστίγιο που συνήθως έχει τέσσερα άρθρα (Κυριακή Ζητούδη, Συμβολή στη γενετική πληθυσμών του Myzus persicae (Sulzer) (Homoptera: Aphididae), πτυχιακή εργασία, Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας, 2002, σελ. 10 [1])
- ※ Οι κεραίες (Είκ. 6) είναι μακριές, νηματοειδείς και πολύαρθρες. Αποτελούνται από 12+2 άρθρα. Το πρώτο στην βάση είναι ο σκήπος ή σκάπος (scapus), ο οποίος είναι τραπεζοειδής, έπειτα ακολουθεί ο μίσχος ή ποδίσκος (pedicel), ο οποίος είναι μικρός και υποσφαιρικός και μετά ακολουθεί το μαστίγιο (flagellum), αποτελούμενο από 12 άρθρα και στα δύο φύλα (Μελέτη της μορφολογίας και βιοοικολογίας κηκιδόμυγας του γένους Asphondylia (near serpylli Kleffer 1898) σε φυτά θυμαριού Coridothym us capitatus (L) στο νησί Σάμος, πτυχιακή εργασία, Πανεπιστήμιο Ιωάννίνων 2009, σελ. 55 [2])
Μεταφράσεις
επεξεργασία σκάπος
|