τραπεζοειδής
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | τραπεζοειδής | η | τραπεζοειδής | το | τραπεζοειδές |
γενική | του | τραπεζοειδούς* | της | τραπεζοειδούς | του | τραπεζοειδούς |
αιτιατική | τον | τραπεζοειδή | την | τραπεζοειδή | το | τραπεζοειδές |
κλητική | τραπεζοειδή(ς) | τραπεζοειδής | τραπεζοειδές | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | τραπεζοειδείς | οι | τραπεζοειδείς | τα | τραπεζοειδή |
γενική | των | τραπεζοειδών | των | τραπεζοειδών | των | τραπεζοειδών |
αιτιατική | τους | τραπεζοειδείς | τις | τραπεζοειδείς | τα | τραπεζοειδή |
κλητική | τραπεζοειδείς | τραπεζοειδείς | τραπεζοειδή | |||
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού | ||||||
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- τραπεζοειδής < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
επεξεργασίατραπεζοειδής, -ής, -ές
- (λόγιο) που είναι επίπεδος (όπως η επιφάνεια των τραπεζιών)
- ※ […] ἡ τραπεζοειδὴς χώρα τῆς Παταγονίας […] ἀρχίζει ὀλίγον βορείως τοῦ Ρίο Κολοράδο (από την Παγκόσμιον Γεωγραφίαν του Κλ. Λάκωνος (επιμ.), τόμ. 2, (Αθήνα: Εκδοτικός Οίκος Ελευθερουδάκη, 1934), σ. 102)
- που έχει σχήμα τραπεζίου
Πολυλεκτικοί όροι
επεξεργασία- τραπεζοειδές ηχείο
- τραπεζοειδής ιμάντας
- τραπεζοειδής μυς: επίπεδος ραχιαίος μυς των ανθρώπων
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- τραπεζοειδής - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- τραπεζοειδής - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)