μυς
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | μυς | οι | μυς & μύες |
γενική | του | μυός | των | μυών |
αιτιατική | τον | μυ | τους | μυς & μύες |
κλητική | μυ | μυς & μύες | ||
Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- μυς < αρχαία ελληνική μῦς
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
μυς αρσενικό
Επεξεργασία
ΣύνθεταΕπεξεργασία
- μυογράφημα, μυογράφος
- μυοκάρδιο, μυοκαρδιοπάθεια, μυοκαρδίτιδα
- μυοκτόνος
- μυολογία
- μυομήτριο
- μυοπαγίς
- μυοπάθεια
- μυοτομία
- μυαλγία