souris
Γαλλικά (fr) Επεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
souris | souris |
souris (fr) θηλυκό
- (ζωολογία) ο ποντικός
- (πληροφορική) το ποντίκι (για τους υπολογιστές)
- la souris de l'ordinateur - το ποντίκι του υπολογιστή
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
souris | souris |
souris (fr) θηλυκό