μυοκαρδίτιδα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μυοκαρδίτιδα < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική myocardite + -ίτιδα < αρχαία ελληνική μῦς + καρδία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμυοκαρδίτιδα θηλυκό
- (ιατρική) φλεγμονή του μυοκαρδίου
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία μυοκαρδίτιδα