• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Είσοδος
  • Ρυθμίσεις
  • Δωρεές
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών

μυοκαρδίτιδα

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Ουσιαστικό
      • 1.2.1 Συγγενικές λέξεις
      • 1.2.2 Μεταφράσεις

Ελληνικά (el) Επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μυοκαρδίτιδα οι μυοκαρδίτιδες
      γενική της μυοκαρδίτιδας των μυοκαρδίτιδων
    αιτιατική τη μυοκαρδίτιδα τις μυοκαρδίτιδες
     κλητική μυοκαρδίτιδα μυοκαρδίτιδες
όπως «αρθρίτιδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία Επεξεργασία

μυοκαρδίτιδα < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική myocardite < αρχαία ελληνική μῦς + καρδ(ία) + -ίτιδα

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

μυοκαρδίτιδα θηλυκό

  • (ιατρική) φλεγμονή του μυοκαρδίου

Συγγενικές λέξειςΕπεξεργασία

  • → δείτε τις λέξεις μυοκάρδιο, μυς και καρδιά

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία

    μυοκαρδίτιδα
  • αγγλικά : myocarditis (en)
  • γαλλικά : myocardite (fr)
  • ρουμανικά : miocardită (ro)
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=μυοκαρδίτιδα&oldid=4693983"
Τελευταία επεξεργασία στις 8 Αυγούστου 2020, στις 23:34

Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 3.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
  • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 8 Αυγούστου 2020, στις 23:34.
  • Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την Άδεια Creative Commons Αναφορά Δημιουργού-Παρόμοια Διανομή 3.0· μπορεί να ισχύουν πρόσθετοι όροι. Δείτε τους Όρους Χρήσης για λεπτομέρειες.
  • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
  • Όροι χρήσης
  • Επιφάνεια εργασίας
  • Προγραμματιστές
  • Στατιστικά
  • Δήλωση cookie