-ίτιδα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | -ίτιδα | οι | -ίτιδες |
γενική | της | -ίτιδας | των | -ίτιδων |
αιτιατική | τη(ν) | -ίτιδα | τις | -ίτιδες |
κλητική | -ίτιδα | -ίτιδες | ||
Η αρχαία γενική πληθυντικού, παροξύτονη σε -ιτίδων. | ||||
Κατηγορία όπως «αρθρίτιδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- -ίτιδα < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική -ῖτις από την αιτιατική «τὴν -ίτιδα» ή (λόγιο δάνειο) νεολατινική -itis (< αγγλική -itis, γαλλική -ite) συχνά μέσω της καθαρεύουσας -ῖτις
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈi.ti.ða/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : -ί‐τι‐δα
Επίθημα
επεξεργασία-ίτιδα θηλυκό
- επίθημα για το σχηματισμό θηλυκών ουσιαστικών παράγωγων
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία -ίτιδα
Πηγές
επεξεργασία- -ίτιδα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- -ίτιδα, -ίτις - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.