σκωληκοειδῖτις
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίακαθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση) | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | σκωληκοειδῖτις | αἱ | σκωληκοειδίτιδες | ||||
γενική | τῆς | σκωληκοειδίτιδος | τῶν | σκωληκοειδιτίδων | ||||
δοτική | τῇ | σκωληκοειδίτιδι | ταῖς | σκωληκοειδίτισι(ν) | ||||
αιτιατική | τὴν | σκωληκοειδῖτιν | τὰς | σκωληκοειδίτιδας | ||||
κλητική ὦ! | σκωληκοειδῖτι | σκωληκοειδίτιδες | ||||||
3η κλίση, Κατηγορία 'ἔρις' όπως «ἔρις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ουσιαστικό
επεξεργασία
σκωληκοειδῖτις, -ιδος θηλυκό
Πηγές
επεξεργασία
- ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .