φρενῖτις
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαφρενῖτις, -ίτιδος θηλυκό
- η παραφροσύνη, η τρέλα, η φρενίτιδα
- εγκεφαλίτιδα, που τότε ονομαζόταν φλεγμονή του εγκεφάλου
- ίσως και φλεγμονή του διαφράγματος
- πυρετός