πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο πυρετός οι πυρετοί
      γενική του πυρετού των πυρετών
    αιτιατική τον πυρετό τους πυρετούς
     κλητική πυρετέ πυρετοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

πυρετός αρσενικό

  1. (ιατρική) παθολογική άνοδος της θερμοκρασίας του σώματος
  2. (μεταφορικά) η μεγάλη αύξηση της δραστηριότητας ενός ανθρώπου ή σε έναν τόπο

Συγγενικά

επεξεργασία

Πολυλεκτικοί όροι

επεξεργασία

Εκφράσεις

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική πυρετός οἱ πυρετοί
      γενική τοῦ πυρετοῦ τῶν πυρετῶν
      δοτική τῷ πυρετ τοῖς πυρετοῖς
    αιτιατική τὸν πυρετόν τοὺς πυρετούς
     κλητική ! πυρετέ πυρετοί
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  πυρετώ
γεν-δοτ τοῖν  πυρετοῖν
2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
πυρετός < πῦρ

Ουσιαστικό

επεξεργασία

πυρετός αρσενικό

  1. μεγάλη ζέστη
    καί τε φέρει πολλὸν πυρετὸν δειλοῖσι βροτοῖσιν (Ομήρου Ιλιάδα, Χ 31)
    θέρμες φέρνει στ' άμοιρο τ' αθρωπολόϊ (Μετάφραση Αλέξανδρου Πάλλη - εδώ η μετάφραση του Πάλλη δεν είναι ακριβής καθώς το κείμενο αναφέρεται στα γνωστά κυνικά καύματα)
  2. (ιατρική) πυρετός
      5ος αιώνας πκε Ἱπποκράτης, De diaeta acutorum (spurium), 8, p.432 @scaife.perseus
    ὁκόσοισι δὲ πυρετοὶ ἀσώδεές εἰσι, καὶ ὑποχόνδρια ξυντείνουσι, καὶ κεκλιμένοι οὐκ ἀνέχονται ἐν τῷ αὐτέῳ, καὶ τὰ ἄκρεα ψύχονται πάντα,

Συγγενικά

επεξεργασία