πυρετός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | πυρετός | οι | πυρετοί |
γενική | του | πυρετού | των | πυρετών |
αιτιατική | τον | πυρετό | τους | πυρετούς |
κλητική | πυρετέ | πυρετοί | ||
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- πυρετός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική πυρετός < πῦρ
- (μεταφορική έννοια) < (σημασιολογικό δάνειο) γαλλική fièvre[1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /pi.ɾeˈtos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πυ‐ρε‐τός
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπυρετός αρσενικό
- (ιατρική) παθολογική άνοδος της θερμοκρασίας του σώματος
- (μεταφορικά) η μεγάλη αύξηση της δραστηριότητας ενός ανθρώπου ή σε έναν τόπο
Συγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τη λέξη πυρ
Πολυλεκτικοί όροι
επεξεργασία- αιμοσφαιρινουρικός πυρετός
- δάγκειος πυρετός (ή δάγγειος πυρετός)
- επιλόχειος πυρετός
- πυρετικό κύμα
- τριήμερος πυρετός
- τεταρταίος πυρετός
Εκφράσεις
επεξεργασία- με έπιασε τεταρταίος πυρετός → δείτε την έκφραση: πάγωσε το αίμα μου
Δείτε επίσης
επεξεργασία- πυρετός στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
επεξεργασία πυρετός
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ πυρετός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | πυρετός | οἱ | πυρετοί |
γενική | τοῦ | πυρετοῦ | τῶν | πυρετῶν |
δοτική | τῷ | πυρετῷ | τοῖς | πυρετοῖς |
αιτιατική | τὸν | πυρετόν | τοὺς | πυρετούς |
κλητική ὦ! | πυρετέ | πυρετοί | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | πυρετώ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | πυρετοῖν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- πυρετός < πῦρ
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπυρετός αρσενικό
- μεγάλη ζέστη
- καί τε φέρει πολλὸν πυρετὸν δειλοῖσι βροτοῖσιν (Ομήρου Ιλιάδα, Χ 31)
- θέρμες φέρνει στ' άμοιρο τ' αθρωπολόϊ (Μετάφραση Αλέξανδρου Πάλλη - εδώ η μετάφραση του Πάλλη δεν είναι ακριβής καθώς το κείμενο αναφέρεται στα γνωστά κυνικά καύματα)
- καί τε φέρει πολλὸν πυρετὸν δειλοῖσι βροτοῖσιν (Ομήρου Ιλιάδα, Χ 31)
- (ιατρική) πυρετός
- ※ 5ος αιώνας πκε ⌘ Ἱπποκράτης, De diaeta acutorum (spurium), 8, p.432 @scaife.perseus
- ὁκόσοισι δὲ πυρετοὶ ἀσώδεές εἰσι, καὶ ὑποχόνδρια ξυντείνουσι, καὶ κεκλιμένοι οὐκ ἀνέχονται ἐν τῷ αὐτέῳ, καὶ τὰ ἄκρεα ψύχονται πάντα,
- ※ 5ος αιώνας πκε ⌘ Ἱπποκράτης, De diaeta acutorum (spurium), 8, p.432 @scaife.perseus