↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πυρετικός η πυρετική το πυρετικό
      γενική του πυρετικού της πυρετικής του πυρετικού
    αιτιατική τον πυρετικό την πυρετική το πυρετικό
     κλητική πυρετικέ πυρετική πυρετικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πυρετικοί οι πυρετικές τα πυρετικά
      γενική των πυρετικών των πυρετικών των πυρετικών
    αιτιατική τους πυρετικούς τις πυρετικές τα πυρετικά
     κλητική πυρετικοί πυρετικές πυρετικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
πυρετικός < ελληνιστική κοινή πυρετικός[1] [2] [3] < αρχαία ελληνική πυρετός < πῦρ (2. (σημασιολογικό δάνειο) γαλλική fébrile[1])

  Επίθετο

επεξεργασία

πυρετικός, -ή, -ό

  1. (ιατρική) που έχει σχέση με τον πυρετό ή αναφέρεται σ’ αυτόν
  2. (σπάνιο) άλλη μορφή του πυρετώδης

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία
  1. 1,0 1,1 πυρετικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. πυρετικόςΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
  3. πυρετικός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.