αντιπυρετικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αντιπυρετικός < λόγιο ενδογενές δάνειο: (λόγιο δάνειο) γαλλική antipyrétique[1] < (ελληνιστική κοινή) ἀντί + πυρετικός
Επίθετο επεξεργασία
αντιπυρετικός, -ή, -ό
- (ιατρική) που συμβάλλει στην καταπολέμηση του πυρετού
- (ουσιαστικοποιημένο) (ιατρική) αντιπυρετικό: φάρμακο που συμβάλλει στην καταπολέμηση του πυρετού
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
αντιπυρετικός
- ↑ αντιπυρετικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας