Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αντιπυρετικός η αντιπυρετική το αντιπυρετικό
      γενική του αντιπυρετικού της αντιπυρετικής του αντιπυρετικού
    αιτιατική τον αντιπυρετικό την αντιπυρετική το αντιπυρετικό
     κλητική αντιπυρετικέ αντιπυρετική αντιπυρετικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αντιπυρετικοί οι αντιπυρετικές τα αντιπυρετικά
      γενική των αντιπυρετικών των αντιπυρετικών των αντιπυρετικών
    αιτιατική τους αντιπυρετικούς τις αντιπυρετικές τα αντιπυρετικά
     κλητική αντιπυρετικοί αντιπυρετικές αντιπυρετικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

αντιπυρετικός < λόγιο ενδογενές δάνειο: (λόγιο δάνειο) γαλλική antipyrétique[1] < (ελληνιστική κοινήἀντί + πυρετικός

  Επίθετο επεξεργασία

αντιπυρετικός, -ή, -ό

  1. (ιατρική) που συμβάλλει στην καταπολέμηση του πυρετού
  2. (ουσιαστικοποιημένο) (ιατρική) αντιπυρετικό: φάρμακο που συμβάλλει στην καταπολέμηση του πυρετού

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία