Ετυμολογία

επεξεργασία
πυρετικό κύμα: < → δείτε τις λέξεις πυρετικό και κύμα

  Πολυλεκτικός όρος

επεξεργασία

πυρετικό κύμα ουδέτερο

  • (ιατρική): πυρετός που εμφανίζεται ως κύμα με έξαρση της οποίας ακολουθεί ύφεση.

  Μεταφράσεις

επεξεργασία