πυρετικό κύμα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Πολυλεκτικός όρος επεξεργασία
πυρετικό κύμα ουδέτερο
- (ιατρική): πυρετός που εμφανίζεται ως κύμα με έξαρση της οποίας ακολουθεί ύφεση.
Μεταφράσεις επεξεργασία
πυρετικό κύμα
|
πυρετικό κύμα ουδέτερο
|