τεταρταίος πυρετός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- τεταρταίος πυρετός: < → δείτε τις λέξεις τεταρταίος και πυρετός
Πολυλεκτικός όρος
επεξεργασίατεταρταίος πυρετός αρσενικό
- (ιατρική): ο επαναλαμβανόμενος πυρετός κάθε τέσσερις ημέρες
Μεταφράσεις
επεξεργασία τεταρταίος πυρετός
|