↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο τεταρταίος η τεταρταία το τεταρταίο
      γενική του τεταρταίου της τεταρταίας του τεταρταίου
    αιτιατική τον τεταρταίο την τεταρταία το τεταρταίο
     κλητική τεταρταίε τεταρταία τεταρταίο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι τεταρταίοι οι τεταρταίες τα τεταρταία
      γενική των τεταρταίων των τεταρταίων των τεταρταίων
    αιτιατική τους τεταρταίους τις τεταρταίες τα τεταρταία
     κλητική τεταρταίοι τεταρταίες τεταρταία
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
τεταρταίος < λείπει η ετυμολογία

  Επίθετο

επεξεργασία

τεταρταίος

  1. που γίνεται κάθε τέσσερεις περιόδους
  2. ο μαθητής της τετάρτης, της τέταρτης τάξης

Εκφράσεις

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία