• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Κοντινά
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
  • Δωρεές
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

πυρέτιο

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Ουσιαστικό
      • 1.2.1 Μεταφράσεις

Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το πυρέτιο τα πυρέτια
      γενική του πυρετίου
& πυρέτιου
των πυρετίων
    αιτιατική το πυρέτιο τα πυρέτια
     κλητική πυρέτιο πυρέτια
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία Επεξεργασία

πυρέτιο < (ελληνιστική κοινή) πυρέτιον

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

πυρέτιο ουδέτερο

  • (ιατρική) χαμηλός πυρετός ή πυρετός μικρής διάρκειας, δέκατα

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία

    πυρέτιο
  • (ελληνιστική κοινή) : πυρέτιον
  • αγγλικά : low-grade fever (en), slight fever (en), febricula (en)
  • ιταλικά : febbricola (it)
  • λατινικά : febricula (la)
  • τσεχικά : subfebrilie (cs)
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=πυρέτιο&oldid=5509891"
Τελευταία επεξεργασία στις 3 Φεβρουαρίου 2022, στις 06:03
Βικιλεξικό
  • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 3 Φεβρουαρίου 2022, στις 06:03.
  • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 3.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
  • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
  • Όροι χρήσης
  • Επιφάνεια εργασίας
  • Προγραμματιστές
  • Στατιστικά
  • Δήλωση cookie