χαμηλός
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
χαμηλός < αρχαία ελληνική χθαμαλός και χαμηλός < χαμαί
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /xa.mi.ˈlɔs/
ΕπίθετοΕπεξεργασία
χαμηλός
- (για αντικείμενα) που έχει μικρό ύψος
- ένα χαμηλό σπιτάκι, ένας χαμηλός λόφος
- (μεταφορικά) μικρός ως προς την ένταση ή την σημασία
- έχεις πολύ χαμηλούς στόχους
- είναι άνθρωπος χαμηλών τόνων, μιλάει πάντα με χαμηλή φωνή
Επεξεργασία
ΣύνθεταΕπεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
Αρχαία ελληνικά (grc) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
ΕπίθετοΕπεξεργασία
χαμηλός, ή, όν
- με τη νεοελληνική έννοια. χαμηλός στο ύψος, κοντά στη γη, αλλά και (μεταφορικά) κατώτερος
- εἰσιν ὑψηλαὶ ἢ ταπειναὶ καὶ ἔμπροσθεν καὶ ὄπισθεν ἢ χαμηλαί...τοῦ δαπέδου ἔχουσι (Ξενοφ.)