low
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- low < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο επεξεργασία
παραθετικά | |
θετικός | low |
συγκριτικός | lower |
υπερθετικός | lowest |
low (en)
- χαμηλός· που βρίσκεται κοντά στο έδαφος ή έχει μικρό ύψος
- ↪ On the low table there is an elegant vase.
- Πάνω στο χαμηλό τραπέζι υπάρχει ένα κομψό βάζο.
- ↪ On the low table there is an elegant vase.
- που έχει μικρότερο ύψος, βάθος κ.λπ. από το συνηθισμένο
- ↪ a lower quality suit - κοστούμι κατώτερης ποιότητας
Ουσιαστικό επεξεργασία
low (en)
- χαμηλό σημείο
- (αργκό, ΗΠΑ, ανεπίσημο ουσιαστικοποιημένο) φυλακή χαμηλού επιπέδου ασφάλειας των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής, με σχετικά χαλαρές συνθήκες κράτησης, για κατάδικους που δεν έχουν μεγάλες ποινές και ιστορικό βίαιων πράξεων (από την ονομασία: Low-security Federal Correctional Institution)