• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Είσοδος
  • Ρυθμίσεις
  • Δωρεές
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών

institution

  • Διαβάστε σε άλλη γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Αγγλικά (en)
    • 1.1 Ουσιαστικό
  • 2 Γαλλικά (fr)
    • 2.1 Ουσιαστικό
      • 2.1.1 Συγγενικές λέξεις

Αγγλικά (en) Επεξεργασία

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

institution (en)

  1. θεσμός, έθος
  2. θέσπιση, θεσμοθέτηση
  3. ίδρυμα

Γαλλικά (fr) Επεξεργασία

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

ενικός πληθυντικός
institution institutions

institution (fr) θηλυκό

  1. (παρωχημένο) η σύσταση, η ίδρυση
  2. (θρησκεία) κανόνας μοναχικής τάξης που ορίζεται τη στιγμή της ίδρυσής της
  3. το ίδρυμα
  4. το Institut de France, που περιλαμβάνει τις πέντε Ακαδημίες

Συγγενικές λέξειςΕπεξεργασία

  • instituer
  • institut
  • institutes
  • instituteur - institutrice
  • institution
  • institutionnalisation
  • institutionnaliser
  • institutionnel
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=institution&oldid=4019989"
Τελευταία επεξεργασία στις 18 Φεβρουαρίου 2019, στις 10:16

Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 3.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
  • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 18 Φεβρουαρίου 2019, στις 10:16.
  • Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την Άδεια Creative Commons Αναφορά Δημιουργού-Παρόμοια Διανομή 3.0· μπορεί να ισχύουν πρόσθετοι όροι. Δείτε τους Όρους Χρήσης για λεπτομέρειες.
  • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
  • Όροι χρήσης
  • Επιφάνεια εργασίας
  • Προγραμματιστές
  • Στατιστικά
  • Δήλωση cookie