Ετυμολογία

επεξεργασία

lower (en)

  1. συγκριτικός βαθμός του low
  2. χάμω, κατώτερος, το κάτω
      the lower lip - το κάτω χείλος
     συνώνυμα: bottom

Αντώνυμα

επεξεργασία

Παράγωγα

επεξεργασία
ενεστώτας lower
γ΄ ενικό ενεστώτα lowers
αόριστος lowered
παθητική μετοχή lowered
ενεργητική μετοχή lowering

lower (en)

  1. (μεταβατικό και αμετάβατο) κατεβάζω, χαμηλώνω, μειώνω κάτι σε αξία, ποιότητα κτλ.
      I asked him to lower the rent.
    Του ζήτησα να κατεβάσει το ενοίκιο.
      I’m lowering the temperature.
    Χαμηλώνω τη θερμοκρασία.
      They chatted in a lowered voice.
    Κουβέντιαζαν με χαμηλωμένη φωνή.
      I will lower the price in July.
    Θα μειώσω την τιμή τον Ιούλιο.
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη decrease
  2. (μεταβατικό) κατεβάζω, χαμηλώνω, κινώ κάτι από ένα ψηλότερο σημείο σε ένα χαμηλότερο
      Lower the frame a little more.
    Κατέβασε το κάδρο λίγο ακόμη.
      I lowered the blinds.
    Χαμήλωσα τα στορ.