lower
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- lower < low + -er συγκριτικό
Επίθετο
επεξεργασίαlower (en)
- συγκριτικός βαθμός του low
- χάμω, κατώτερος, το κάτω
Αντώνυμα
επεξεργασίαΠαράγωγα
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαενεστώτας | lower |
γ΄ ενικό ενεστώτα | lowers |
αόριστος | lowered |
παθητική μετοχή | lowered |
ενεργητική μετοχή | lowering |
lower (en)
- (μεταβατικό και αμετάβατο) κατεβάζω, χαμηλώνω, μειώνω κάτι σε αξία, ποιότητα κτλ.
- (μεταβατικό) κατεβάζω, χαμηλώνω, κινώ κάτι από ένα ψηλότερο σημείο σε ένα χαμηλότερο
- ⮡ Lower the frame a little more.
- Κατέβασε το κάδρο λίγο ακόμη.
- ⮡ I lowered the blinds.
- Χαμήλωσα τα στορ.
- ⮡ Lower the frame a little more.