bottom
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
bottom | bottoms |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαbottom (en)
- ο πάτος, ο πυθμένας, το κάτω μέρος ενός αντικειμένου
- ⮡ the bottom of a well/glass/box - ο πάτος ενός πηγαδιού/ποτηριού/κουτιού
- ⮡ the bottom of a well - ο πυθμένας ενός πηγαδιού
- ⮡ at the bottom of the page - στο κάτω μέρος της σελίδας
- (μόνο στον ενικό) ο βυθός, o πάτος, o πυθμένας, το έδαφος κάτω από το νερό σε μια λίμνη, τη θάλασσα, μια πισίνα κτλ.
- ⮡ I am touching the bottom.
- Πατάω τον βυθό.
- ⮡ the bottom of the sea - ο πάτος/πυθμένας της θάλασσας
- ⮡ I am touching the bottom.
- (μόνο στον ενικό) ο πάτος, η κατώτερη θέση σε μια τάξη, σε λίστα κτλ.
- ⮡ I am at the bottom of the class.
- Είμαι πάτος στην τάξη.
- ⮡ I am at the bottom of the class.
- ο πάτος, ο πισινός
- ο παθητικός ομοφυλόφιλος
- το μέρος ενός πλοίου που είναι βυθισμένο στο νερό
Παράγωγα
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- bottom (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 179, 440, 673, 761. ISBN 9780194325684., λήμμα: βυθός, κάτω, πάτος, πυθμένας