ενικός         πληθυντικός  
buttock buttocks

  Ετυμολογία

επεξεργασία
buttock < αγγλοσαξονική buttuc

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈbʌt.ək/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

buttock (en)

  • (συνήθως στον πληθυντικό) ο γλουτός, ο πάτος, ο πισινός
    ⮡  a person’s buttocks - ο πάτος ενός ανθρώπου
    ⮡  He fell on his buttocks.
    Έπεσε με τον πισινό.

Συνώνυμα

επεξεργασία