↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο πάτος οι πάτοι
      γενική του πάτου των πάτων
    αιτιατική τον πάτο τους πάτους
     κλητική πάτε πάτοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
πάτος < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική πάτος (πατημένος δρόμος)

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈpa.tos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πά‐τος

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

πάτος αρσενικό

  1. ο πυθμένας, ο βυθός
  2. (μεταφορικά) η πλήρης αποτυχία
    ⮡  Είμαι μεγάλος πάτος στα μαθηματικά, ο χειρότερος στην τάξη.
  3. ο πρωκτός, ο πισινός, ο κώλος
  4. (υπόδηση) ένα πρόσθετο κομμάτι από μαλακό υλικό που προστίθεται ανάμεσα στο πέλμα και το παπούτσι
    ⮡  Τα παπούτσια μου είναι ένα νούμερο μεγαλύτερο. Θα βάλω μέσα έναν πάτο για να μου έρθουν καλύτερα.

Εκφράσεις

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

→ και δείτε τη λέξη πατάω / πατώ

  Μεταφράσεις

επεξεργασία



  Ετυμολογία

επεξεργασία
πάτος < θέμα όπως και στο πατέω, άγνωστης ετυμολογίας → και δείτε  πάτος στο αγγλικό Βικιλεξικό

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

πάτος, -ου αρσενικό

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
πᾰτο-
ονομαστική πάτος οἱ πάτοι
      γενική τοῦ πάτου τῶν πάτων
      δοτική τῷ πάτ τοῖς πάτοις
    αιτιατική τὸν πάτον τοὺς πάτους
     κλητική ! πάτε πάτοι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  πάτω
γεν-δοτ τοῖν  πάτοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
  1. ο δρόμος που έχει πατηθεί, η πεπατημένη οδός
  2. αυτό που κάποιος αποπατεί, το αποπάτημα, η κοπριά, η ακαθαρσία
  3. απορρίμματα, σκουπίδια
  4. (ελληνιστική σημασία) το δάπεδο, το πάτωμα

Εκφράσεις

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

πάτος, -ους/-εος ουδέτερο

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
πᾰτεσ-
ονομαστική τὸ πάτος τὰ πάτη - πάτε
      γενική τοῦ πάτους - πάτεος τῶν πατῶν - πατέων
      δοτική τῷ πάτει - πάτεῐ̈ τοῖς πάτεσ(ν)
    αιτιατική τὸ πάτος τὰ πάτη - πάτεα
     κλητική ! πάτος πάτη - πάτεα
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  πάτει - πάτεε
γεν-δοτ τοῖν  πατοῖν - πατέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'βέλος' όπως «βέλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά