Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική πατῶν πατοῦσ τὸ πατοῦν
      γενική τοῦ πατοῦντος τῆς πατούσης τοῦ πατοῦντος
      δοτική τῷ πατοῦντ τῇ πατούσ τῷ πατοῦντ
    αιτιατική τὸν πατοῦντ τὴν πατοῦσᾰν τὸ πατοῦν
     κλητική ! πατῶν πατοῦσ πατοῦν
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ πατοῦντες αἱ πατοῦσαι τὰ πατοῦντ
      γενική τῶν πατούντων τῶν πατουσῶν τῶν πατούντων
      δοτική τοῖς πατοῦσῐ(ν) ταῖς πατούσαις τοῖς πατοῦσῐ(ν)
    αιτιατική τοὺς πατοῦντᾰς τὰς πατούσᾱς τὰ πατοῦντ
     κλητική ! πατοῦντες πατοῦσαι πατοῦντ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ πατοῦντε τὼ πατούσ τὼ πατοῦντε
      γεν-δοτ τοῖν πατούντοιν τοῖν πατούσαιν τοῖν πατούντοιν
3η&1η κλίση, Κατηγορία 'ποιῶν' όπως «ποιῶν» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Μετοχή επεξεργασία

πατῶν, -οῦσα, -οῦν