Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
πατῶν
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Αρχαία ελληνικά
(grc)
επεξεργασία
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
↓
πτώσεις
ενικός
ονομαστική
ὁ
πατῶν
ἡ
πατοῦσ
ᾰ
τὸ
πατοῦν
γενική
τοῦ
πατοῦντ
ος
τῆς
πατούσ
ης
τοῦ
πατοῦντ
ος
δοτική
τῷ
πατοῦντ
ῐ
τῇ
πατούσ
ῃ
τῷ
πατοῦντ
ῐ
αιτιατική
τὸν
πατοῦντ
ᾰ
τὴν
πατοῦσ
ᾰν
τὸ
πατοῦν
κλητική
ὦ
!
πατῶν
πατοῦσ
ᾰ
πατοῦν
↓
πτώσεις
πληθυντικός
ονομαστική
οἱ
πατοῦντ
ες
αἱ
πατοῦσ
αι
τὰ
πατοῦντ
ᾰ
γενική
τῶν
πατούντ
ων
τῶν
πατουσ
ῶν
τῶν
πατούντ
ων
δοτική
τοῖς
πατοῦ
σῐ
(
ν
)
ταῖς
πατούσ
αις
τοῖς
πατοῦ
σῐ
(
ν
)
αιτιατική
τοὺς
πατοῦντ
ᾰς
τὰς
πατούσ
ᾱς
τὰ
πατοῦντ
ᾰ
κλητική
ὦ
!
πατοῦντ
ες
πατοῦσ
αι
πατοῦντ
ᾰ
δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ
τὼ
πατοῦντ
ε
τὼ
πατούσ
ᾱ
τὼ
πατοῦντ
ε
γεν-δοτ
τοῖν
πατούντ
οιν
τοῖν
πατούσ
αιν
τοῖν
πατούντ
οιν
3η&1η κλίση
,
Κατηγορία 'ποιῶν'
όπως «
ποιῶν
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Μετοχή
επεξεργασία
πατῶν, -οῦσα, -οῦν
συνηρημένη
μετοχή
ενεργητικού
ενεστώτα
του ρήματος
πατῶ
(ρήμα
πατέω
)