Δείτε επίσης: πατάω

Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

πατέω < λείπει η ετυμολογία

  Ρήμα επεξεργασία

πατέω / πατῶ

  1. περπατώ, βαδίζω
  2. πατώ πάνω σε κάτι
    • (για σταφύλια) πατώ, συνθλίβω με τα πόδια μου
  3. καταπατώ, δείχνω έλλειψη σεβασμού απέναντι σε κάτι
  4. λεηλατώ
  5. συχνάζω σε έναν τόπο
  6. (ελληνιστική σημασία) κατανικώ
    θανἀτῳ θάνατον πατήσας

Άλλες μορφές επεξεργασία

Παράγωγα επεξεργασία

μετοχές:

(Χρειάζεται ενημέρωση, επανέλεγχο)

Σύνθετα επεξεργασία

με -πατέω / -πατῶ

Συγγενικά επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία