πατώ
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- πατώ < αρχαία ελληνική πατέω - πατῶ
ΡήμαΕπεξεργασία
πατώ, πρτ.: πατούσα, στ.μέλλ.: θα πατήσω, αόρ.: πάτησα, μτχ.π.π.: πατημένος· παθητική φωνή: πατιέμαι
- ακουμπώ το πέλμα του ποδιού μου πάνω σε κάτι όντας ακίνητος ή περπατώντας
- πιέζω το πέλμα μου πάνω σε κάτι
- πατάω γκάζι: εφαρμόζω πίεση με το πόδι μου πάνω στο πεντάλ του γκαζιού και αυξάνω ταχύτητα
- καταστρέφω κάτι βαδίζοντας πάνω του ή πιέζοντάς το με το πόδι μου
- συνθλίβω με το πέλμα μου
- συνθλίβω με τα πόδια μου σταφύλια στο πατητήρι για να πάρω το χυμό τους και να φτιάξω κρασί
- (με τροχοφόρο όχημα) πέφτω πάνω σε πεζό και του προκαλώ σοβαρή σωματική βλάβη ή και θάνατο
- (για πόλη) κυριεύω
- (για άνθρωπο) νικώ ολοκληρωτικά, εξουθενώνω υλικά και ηθικά κάποιον
- πηγαίνω, έρχομαι, εμφανίζομαι
- Δεν πατάει πελάτης στο μαγαζί.
- ακουμπώ τον πυθμένα της θάλασσας
- ρηχά είναι, πατάω!
- πιέζω κάτι (συνήθως με το χέρι)
- πάτα το κουμπί στο ασανσέρ
- συμπληρώνω κάποια ηλικία
- Πάτησε τα σαράντα
- σιδερώνω
- Πάτησέ μου το γιακά
ΕκφράσειςΕπεξεργασία
- την πάτησα: εξαπατήθηκα
- ≈ συνώνυμα: την έπαθα
- πατείς με, πατώ σε
- θα γίνω χαλί να με πατήσεις
ΣύνθεταΕπεξεργασία
ΚλίσηΕπεξεργασία
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | πατάω - πατώ | πατούσα | θα πατάω - πατώ | να πατάω - πατώ | πατώντας | |
β' ενικ. | πατάς - πατείς | πατούσες | θα πατάς - πατείς | να πατάς - πατείς | πάτα - πάταγε | |
γ' ενικ. | πατάει - πατά - πατεί | πατούσε | θα πατάει - πατά - πατεί | να πατάει - πατά - πατεί | ||
α' πληθ. | πατάμε - πατούμε | πατούσαμε | θα πατάμε - πατούμε | να πατάμε - πατούμε | ||
β' πληθ. | πατάτε - πατείτε | πατούσατε | θα πατάτε - πατείτε | να πατάτε - πατείτε | πατάτε - πατείτε | |
γ' πληθ. | πατάν(ε) - πατούν(ε) | πατούσαν | θα πατάν(ε) - πατούν(ε) | να πατάν(ε) - πατούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | πάτησα | θα πατήσω | να πατήσω | πατήσει | ||
β' ενικ. | πάτησες | θα πατήσεις | να πατήσεις | πάτησε | ||
γ' ενικ. | πάτησε | θα πατήσει | να πατήσει | |||
α' πληθ. | πατήσαμε | θα πατήσουμε | να πατήσουμε | |||
β' πληθ. | πατήσατε | θα πατήσετε | να πατήσετε | πατήστε | ||
γ' πληθ. | πάτησαν πατήσαν(ε) |
θα πατήσουν(ε) | να πατήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω πατήσει | είχα πατήσει | θα έχω πατήσει | να έχω πατήσει | ||
β' ενικ. | έχεις πατήσει | είχες πατήσει | θα έχεις πατήσει | να έχεις πατήσει | έχε πατημένο | |
γ' ενικ. | έχει πατήσει | είχε πατήσει | θα έχει πατήσει | να έχει πατήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε πατήσει | είχαμε πατήσει | θα έχουμε πατήσει | να έχουμε πατήσει | ||
β' πληθ. | έχετε πατήσει | είχατε πατήσει | θα έχετε πατήσει | να έχετε πατήσει | έχετε πατημένο | |
γ' πληθ. | έχουν πατήσει | είχαν πατήσει | θα έχουν πατήσει | να έχουν πατήσει | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι β΄ (μεταβατικοί) | ||||||
Παρακείμενος | έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) πατημένο | |||||
Υπερσυντέλικος | είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) πατημένο | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) πατημένο | |||||
Υποτακτική | να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) πατημένο |