πατάω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- πατάω < πατ(ώ) + -άω < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική πατῶ, -εῖς, -εῖ, ... συνηρημένος τυπος του πατέω
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /paˈta.o/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πα‐τά‐ω
Ρήμα
επεξεργασίαπατάω/πατώ, πρτ.: πατούσα/πάταγα, αόρ.: πάτησα, παθ.φωνή: πατιέμαι, π.αόρ.: πατήθηκα, μτχ.π.π.: πατημένος
- ακουμπώ το πέλμα του ποδιού μου πάνω σε κάτι όντας ακίνητος ή περπατώντας
- πιέζω το πέλμα μου πάνω σε κάτι
- πατάω γκάζι: εφαρμόζω πίεση με το πόδι μου πάνω στο πεντάλ του γκαζιού και αυξάνω ταχύτητα
- καταστρέφω κάτι βαδίζοντας πάνω του ή πιέζοντάς το με το πόδι μου
- συνθλίβω με το πέλμα μου
- συνθλίβω με τα πόδια μου σταφύλια στο πατητήρι για να πάρω το χυμό τους και να φτιάξω κρασί
- (με τροχοφόρο όχημα) πέφτω πάνω σε πεζό και του προκαλώ σοβαρή σωματική βλάβη ή και θάνατο
- (για πόλη) κυριεύω
- (για άνθρωπο) νικώ ολοκληρωτικά, εξουθενώνω υλικά και ηθικά κάποιον
- πηγαίνω, έρχομαι, εμφανίζομαι
- ⮡ Δεν πατάει πελάτης στο μαγαζί.
- ακουμπώ τον πυθμένα της θάλασσας
- ⮡ ρηχά είναι, πατάω!
- πιέζω κάτι (συνήθως με το χέρι)
- ⮡ πάτα το κουμπί στο ασανσέρ
- συμπληρώνω κάποια ηλικία
- ⮡ πάτησε τα σαράντα
- σιδερώνω
- ⮡ Πάτησέ μου το γιακά
Εκφράσεις
επεξεργασία- όσο πατάει η γάτα
- την πατάω, την πάτησα: εξαπατήθηκα
- ≈ συνώνυμα: την έπαθα
- πατείς με, πατώ σε
- θα γίνω χαλί να με πατήσεις
- πατάω επί πτωμάτων
- πατάω το στεφάνι μου
Συγγενικά
επεξεργασίακαι δείτε τα παράγωγα και σύνθετά τους
- (Χρειάζεται επεξεργασία)
Σύνθετα
επεξεργασίασύνθετα του ρήματος
- καταπατάω / καταπατώ
- περιπατώ
- περπατάω / περπατώ
- τσαλαπατάω / (τσαλαπατώ)
- παραπατάω / παραπατώ
- στραβοπατάω / (στραβοπατώ)
- Όροι με πατάω — Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη ISBN:960-231-097-9 & online @greek-language.gr (συντομογραφίες, αστερίσκος για λέξεις στη λογοτεχνία)
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | πατάω - πατώ | πατούσα | θα πατάω - πατώ | να πατάω - πατώ | πατώντας | |
β' ενικ. | πατάς - πατείς | πατούσες | θα πατάς - πατείς | να πατάς - πατείς | πάτα - πάταγε | |
γ' ενικ. | πατάει - πατά - πατεί | πατούσε | θα πατάει - πατά - πατεί | να πατάει - πατά - πατεί | ||
α' πληθ. | πατάμε - πατούμε | πατούσαμε | θα πατάμε - πατούμε | να πατάμε - πατούμε | ||
β' πληθ. | πατάτε - πατείτε | πατούσατε | θα πατάτε - πατείτε | να πατάτε - πατείτε | πατάτε - πατείτε | |
γ' πληθ. | πατάν(ε) - πατούν(ε) | πατούσαν | θα πατάν(ε) - πατούν(ε) | να πατάν(ε) - πατούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | πάτησα | θα πατήσω | να πατήσω | πατήσει | ||
β' ενικ. | πάτησες | θα πατήσεις | να πατήσεις | πάτα - πάτησε | ||
γ' ενικ. | πάτησε | θα πατήσει | να πατήσει | |||
α' πληθ. | πατήσαμε | θα πατήσουμε | να πατήσουμε | |||
β' πληθ. | πατήσατε | θα πατήσετε | να πατήσετε | πατήστε | ||
γ' πληθ. | πάτησαν πατήσαν(ε) |
θα πατήσουν(ε) | να πατήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω πατήσει | είχα πατήσει | θα έχω πατήσει | να έχω πατήσει | ||
β' ενικ. | έχεις πατήσει | είχες πατήσει | θα έχεις πατήσει | να έχεις πατήσει | έχε πατημένο | |
γ' ενικ. | έχει πατήσει | είχε πατήσει | θα έχει πατήσει | να έχει πατήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε πατήσει | είχαμε πατήσει | θα έχουμε πατήσει | να έχουμε πατήσει | ||
β' πληθ. | έχετε πατήσει | είχατε πατήσει | θα έχετε πατήσει | να έχετε πατήσει | έχετε πατημένο | |
γ' πληθ. | έχουν πατήσει | είχαν πατήσει | θα έχουν πατήσει | να έχουν πατήσει | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι β΄ (μεταβατικοί) | ||||||
Παρακείμενος | έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) πατημένο | |||||
Υπερσυντέλικος | είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) πατημένο | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) πατημένο | |||||
Υποτακτική | να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) πατημένο |
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | πατιέμαι | πατιόμουν(α) | θα πατιέμαι | να πατιέμαι | ||
β' ενικ. | πατιέσαι | πατιόσουν(α) | θα πατιέσαι | να πατιέσαι | ||
γ' ενικ. | πατιέται | πατιόταν(ε) | θα πατιέται | να πατιέται | ||
α' πληθ. | πατιόμαστε | πατιόμαστε πατιόμασταν |
θα πατιόμαστε | να πατιόμαστε | ||
β' πληθ. | πατιέστε | πατιόσαστε πατιόσασταν |
θα πατιέστε | να πατιέστε | πατιέστε | |
γ' πληθ. | πατιούνται | πατιόνταν(ε) πατιούνταν πατιόντουσαν |
θα πατιούνται | να πατιούνται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | πατήθηκα | θα πατηθώ | να πατηθώ | πατηθεί | ||
β' ενικ. | πατήθηκες | θα πατηθείς | να πατηθείς | πατήσου | ||
γ' ενικ. | πατήθηκε | θα πατηθεί | να πατηθεί | |||
α' πληθ. | πατηθήκαμε | θα πατηθούμε | να πατηθούμε | |||
β' πληθ. | πατηθήκατε | θα πατηθείτε | να πατηθείτε | πατηθείτε | ||
γ' πληθ. | πατήθηκαν πατηθήκαν(ε) |
θα πατηθούν(ε) | να πατηθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω πατηθεί | είχα πατηθεί | θα έχω πατηθεί | να έχω πατηθεί | πατημένος | |
β' ενικ. | έχεις πατηθεί | είχες πατηθεί | θα έχεις πατηθεί | να έχεις πατηθεί | ||
γ' ενικ. | έχει πατηθεί | είχε πατηθεί | θα έχει πατηθεί | να έχει πατηθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε πατηθεί | είχαμε πατηθεί | θα έχουμε πατηθεί | να έχουμε πατηθεί | ||
β' πληθ. | έχετε πατηθεί | είχατε πατηθεί | θα έχετε πατηθεί | να έχετε πατηθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν πατηθεί | είχαν πατηθεί | θα έχουν πατηθεί | να έχουν πατηθεί |
Μεταφράσεις
επεξεργασία πατάω