πατητός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | πατητός | η | πατητή | το | πατητό |
γενική | του | πατητού | της | πατητής | του | πατητού |
αιτιατική | τον | πατητό | την | πατητή | το | πατητό |
κλητική | πατητέ | πατητή | πατητό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | πατητοί | οι | πατητές | τα | πατητά |
γενική | των | πατητών | των | πατητών | των | πατητών |
αιτιατική | τους | πατητούς | τις | πατητές | τα | πατητά |
κλητική | πατητοί | πατητές | πατητά | |||
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- πατητός < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή πατητός[1] < αρχαία ελληνική πατῶ, πατη- + -τός
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /pa.tiˈtos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πα‐τη‐τός
Επίθετο
επεξεργασίαπατητός, -ή, -ό
- που γίνεται μετά από πίεση
- ↪ πατητά σύκα
- (ουσιαστικοποιημένο) → δείτε το θηλυκό πατητή
Παράγωγα
επεξεργασία- πατητά (επίρρημα)
Συγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τη λέξη πατάω
Μεταφράσεις
επεξεργασία πατητός
|
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- πατητός < αρχαία ελληνική πατέω / πατῶ, πατη- + -τός (ρηματικό επίθετο) [2]
Επίθετο
επεξεργασίαπατητός, -η, -ον
- (ελληνιστική κοινή) πατητός, που τον έχουν πατήσει
Συγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τη λέξη πατέω
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ πατητός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ «πατώ» & ετυμολογικό πεδίο - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
επεξεργασία- πατητός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.