↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο απάτητος η απάτητη το απάτητο
      γενική του απάτητου της απάτητης του απάτητου
    αιτιατική τον απάτητο την απάτητη το απάτητο
     κλητική απάτητε απάτητη απάτητο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι απάτητοι οι απάτητες τα απάτητα
      γενική των απάτητων των απάτητων των απάτητων
    αιτιατική τους απάτητους τις απάτητες τα απάτητα
     κλητική απάτητοι απάτητες απάτητα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
απάτητος < α- + πατάω/πατώ + -ητος[1], -ητη, -ητο

  Επίθετο

επεξεργασία

απάτητος, -η, -ο

  1. που δεν τον έχουν διαβεί άνθρωποι (τουλάχιστον πρόσφατα)
  2. ξεχασμένος λόγω παλαιότητας

  Μεταφράσεις

επεξεργασία