inexploré
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | inexploré | inexplorés |
θηλυκό | inexplorée | inexplorées |
Επίθετο
επεξεργασίαinexploré (fr)
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | inexploré | inexplorés |
θηλυκό | inexplorée | inexplorées |
inexploré (fr)