Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ανεξερεύνητος η ανεξερεύνητη το ανεξερεύνητο
      γενική του ανεξερεύνητου της ανεξερεύνητης του ανεξερεύνητου
    αιτιατική τον ανεξερεύνητο την ανεξερεύνητη το ανεξερεύνητο
     κλητική ανεξερεύνητε ανεξερεύνητη ανεξερεύνητο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ανεξερεύνητοι οι ανεξερεύνητες τα ανεξερεύνητα
      γενική των ανεξερεύνητων των ανεξερεύνητων των ανεξερεύνητων
    αιτιατική τους ανεξερεύνητους τις ανεξερεύνητες τα ανεξερεύνητα
     κλητική ανεξερεύνητοι ανεξερεύνητες ανεξερεύνητα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ανεξερεύνητος < αρχαία ελληνική ἀνεξερεύνητος < ἀ(ν)- στερητικό + ἐξερευνάω, -ῶ + κατάληξη ρηματικών επιθέτων -τος

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /a.ne.kseˈɾev.ni.tos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐νε‐ξε‐ρεύ‐νη‐τος

  Επίθετο επεξεργασία

ανεξερεύνητος, -η, -ο

  1. που δεν έχει εξερευνηθεί ή δεν είναι δυνατόν να εξερευνηθεί
    ※  Παρέμεινε ανεξερεύνητο το ζήτημα της τύχης του. (Βασίλης Λασκαρίδης, Από τον Δεκέμβρη στον Εμφύλιο και 134 μήνες εξορία, 2006)
  2. που δεν μπορεί να ερμηνευτεί, να καταστεί γνωστός, μέσα από έρευνα, ανεξιχνίαστος

Αντώνυμα επεξεργασία

Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία