ανεξερεύνητος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ανεξερεύνητος < αρχαία ελληνική ἀνεξερεύνητος < ἀ(ν)- στερητικό + ἐξερευνάω, -ῶ + κατάληξη ρηματικών επιθέτων -τος
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /a.ne.kseˈɾev.ni.tos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐νε‐ξε‐ρεύ‐νη‐τος
Επίθετο
επεξεργασίαανεξερεύνητος, -η, -ο
- που δεν έχει εξερευνηθεί ή δεν είναι δυνατόν να εξερευνηθεί
- ※ Παρέμεινε ανεξερεύνητο το ζήτημα της τύχης του. (Βασίλης Λασκαρίδης, Από τον Δεκέμβρη στον Εμφύλιο και 134 μήνες εξορία, 2006)
- που δεν μπορεί να ερμηνευτεί, να καταστεί γνωστός, μέσα από έρευνα, ανεξιχνίαστος
Αντώνυμα
επεξεργασίαΣυνώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- ανεξερεύνητος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας