Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
διερευνημένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
διερευνημέν
ος
η
διερευνημέν
η
το
διερευνημέν
ο
γενική
του
διερευνημέν
ου
της
διερευνημέν
ης
του
διερευνημέν
ου
αιτιατική
τον
διερευνημέν
ο
τη
διερευνημέν
η
το
διερευνημέν
ο
κλητική
διερευνημέν
ε
διερευνημέν
η
διερευνημέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
διερευνημέν
οι
οι
διερευνημέν
ες
τα
διερευνημέν
α
γενική
των
διερευνημέν
ων
των
διερευνημέν
ων
των
διερευνημέν
ων
αιτιατική
τους
διερευνημέν
ους
τις
διερευνημέν
ες
τα
διερευνημέν
α
κλητική
διερευνημέν
οι
διερευνημέν
ες
διερευνημέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Μετοχή
επεξεργασία
διερευνημένος
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
διερευνώ
Μεταφράσεις
επεξεργασία
διερευνημένος