Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

διερευνώ < αρχαία ελληνική διερευνάω < διά + ἐρευνάω < ἔρευνα < ἔρομαι < εἴρω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *ser-

  Ρήμα επεξεργασία

διερευνώ (παθητική φωνή: διερευνώμαι)

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία