investigate
Αγγλικά (en) επεξεργασία
ενεστώτας | investigate |
γ΄ ενικό ενεστώτα | investigates |
αόριστος | investigated |
παθητική μετοχή | investigated |
ενεργητική μετοχή | investigating |
Ρήμα επεξεργασία
investigate (en)
ενεστώτας | investigate |
γ΄ ενικό ενεστώτα | investigates |
αόριστος | investigated |
παθητική μετοχή | investigated |
ενεργητική μετοχή | investigating |
investigate (en)