ενεστώτας investigate
γ΄ ενικό ενεστώτα investigates
αόριστος investigated
παθητική μετοχή investigated
ενεργητική μετοχή investigating

investigate (en)

  1. (μεταβατικό και αμετάβατο) ερευνώ, διερευνώ, διεξάγω αστυνομική έρευνα
    ⮡  The matter is being investigated.
    Η υπόθεση ερευνάται.
  2. (μεταβατικό) ερευνώ, ανακαλύπτω πληροφορίες και γεγονότα για ένα θέμα ή πρόβλημα με έρευνα
    ⮡  The scientists are investigating why the experiment failed.
    Οι επιστήμονες ερευνούν γιατί το πείραμα απέτυχε.

Συγγενικά

επεξεργασία