Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ερευνώ < αρχαία ελληνική ἐρευνῶ

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /e.ɾevˈno/

  Ρήμα επεξεργασία

ερευνώ

  1. ψάχνω
  2. κάνω έλεγχο με σκοπό να βρω, να ανακαλύψω ή να ερμηνεύσω

  Μεταφράσεις επεξεργασία