Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ερευνώ
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Προφορά
1.3
Ρήμα
1.3.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
ερευνώ
<
αρχαία ελληνική
ἐρευνῶ
Προφορά
επεξεργασία
ΔΦΑ
: /
e.ɾevˈno
/
Ρήμα
επεξεργασία
ερευνώ
ψάχνω
κάνω έλεγχο με σκοπό να βρω, να ανακαλύψω ή να ερμηνεύσω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ερευνώ
αγγλικά
:
research
(en)
,
investigate
(en)
γαλλικά
:
enquêter
(fr)
,
étudier
(fr)
,
examiner
(fr)
εσπεράντο
:
enketi
(eo)
ρουμανικά
:
căuta
(ro)