• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
Donate Now If this site has been useful to you, please give today.
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

ερευνώ

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Προφορά
    • 1.3 Ρήμα
      • 1.3.1 Μεταφράσεις

Νέα ελληνικά (el)

επεξεργασία

Ετυμολογία

επεξεργασία
ερευνώ < αρχαία ελληνική ἐρευνῶ

Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /e.ɾevˈno/

Ρήμα

επεξεργασία

ερευνώ

  1. ψάχνω
  2. κάνω έλεγχο με σκοπό να βρω, να ανακαλύψω ή να ερμηνεύσω

Μεταφράσεις

επεξεργασία
    ερευνώ
  • αγγλικά : research (en), investigate (en)
  • γαλλικά : enquêter (fr), étudier (fr), examiner (fr)
  • εσπεράντο : enketi (eo)
  • ρουμανικά : căuta (ro)
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=ερευνώ&oldid=5473799"
Τελευταία επεξεργασία στις 30 Ιανουαρίου 2022, στις 04:17

Γλώσσες

    • English
    Βικιλεξικό
    • Wikimedia Foundation
    • Powered by MediaWiki
    • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 30 Ιανουαρίου 2022, στις 04:17.
    • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
    • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
    • Σχετικά με Βικιλεξικό
    • Αποποίηση ευθυνών
    • Κώδικας συμπεριφοράς
    • Προγραμματιστές
    • Στατιστικά
    • Δήλωση cookie
    • Όροι χρήσης
    • Επιφάνεια εργασίας