ενικός         πληθυντικός  
examiner examiners

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

examiner (en)

Πολυλεκτικοί όροι

επεξεργασία



  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ɛɡ.za.mi.ne/
 

examiner (fr)