Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

περιεργάζομαι < αρχαία ελληνική περιεργάζομαι

  Ρήμα επεξεργασία

περιεργάζομαι

  • κοιτάζω με προσοχή και περιέργεια
    ο ταξιδιώτης σταμάτησε στην κορυφή του λόφου και άρχισε να περιεργάζεται για πολλή ώρα το τοπίο
    αστυνομικός αυτοτραυματίστηκε καθώς περιεργαζόταν το υπηρεσιακό του περίστροφο

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία