Ετυμολογία

επεξεργασία

περιεργάζομαι

  • κοιτάζω με προσοχή και περιέργεια
      ο ταξιδιώτης σταμάτησε στην κορυφή του λόφου και άρχισε να περιεργάζεται για πολλή ώρα το τοπίο
      αστυνομικός αυτοτραυματίστηκε καθώς περιεργαζόταν το υπηρεσιακό του περίστροφο

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία