scrutinize
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | scrutinize |
γ΄ ενικό ενεστώτα | scrutinizes |
αόριστος | scrutinized |
παθητική μετοχή | scrutinized |
ενεργητική μετοχή | scrutinizing |
Ρήμα
επεξεργασίαscrutinize (en)
- (μεταβατικό) εξετάζω κάτι ενδελεχώς, κοιτάζω κάτι ερευνητικά, περιεργάζομαι
Πηγές
επεξεργασία- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 457-458. ISBN 9780194325684., λήμμα: κοιτάζω