ενεστώτας scan
γ΄ ενικό ενεστώτα scans
αόριστος scanned
παθητική μετοχή scanned
ενεργητική μετοχή scanning

scan (en)

  1. (μεταβατικό) κοιτάζω κάτι ερευνητικά
    ⮡  He scanned the horizon.
    Κοίταξε ερευνητικά τον ορίζοντα.
     συνώνυμα: scrutinize
  2. (μεταβατικό, τεχνολογία, πληροφορική) σαρώνω, ψηλαφώ έντυπο ή άλλο αντικείμενο δια φωτεινής ακτινοβολίας και το αναπαριστάνω ψηφιακά
    ⮡  With the app you can scan images or documents and save them to your computer.
    Με την εφαρμογή θα μπορείτε να σαρώνετε εικόνες ή έγγραφα και να τα αποθηκεύετε στον υπολογιστή σας.

Δείτε επίσης

επεξεργασία