medical examiner
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
medical examiner | medical examiners |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΠολυλεκτικός όρος
επεξεργασίαmedical examiner (en)
- (επάγγελμα, νομικός όρος) ο/η ιατροδικαστής
- ⮡ The medical examiner noted that no traces of sexual violence had been found on the girl’s body nor were there any indications of recent intercourse.
- Ο ιατροδικαστής σημείωνε ότι δεν είχαν βρεθεί ίχνη σεξουαλικής βίας πάνω στο κορμί της κοπέλας ούτε και ενδείξεις πρόσφατης συνουσίας.
- ⮡ The medical examiner noted that no traces of sexual violence had been found on the girl’s body nor were there any indications of recent intercourse.
Δείτε επίσης
επεξεργασία- medical examiner στην αγγλική Βικιπαίδεια
- coroner