ενικός         πληθυντικός  
medical examiner medical examiners

  Ετυμολογία

επεξεργασία
medical examiner < → δείτε τις λέξεις medical και examiner

  Πολυλεκτικός όρος

επεξεργασία

medical examiner (en)

  • (επάγγελμα, νομικός όρος) ο/η ιατροδικαστής
    ⮡  The medical examiner noted that no traces of sexual violence had been found on the girl’s body nor were there any indications of recent intercourse.
    Ο ιατροδικαστής σημείωνε ότι δεν είχαν βρεθεί ίχνη σεξουαλικής βίας πάνω στο κορμί της κοπέλας ούτε και ενδείξεις πρόσφατης συνουσίας.

Δείτε επίσης

επεξεργασία