ενικός         πληθυντικός  
coroner coroners

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

coroner (en)

  1. (αμερικανικά αγγλικά, επάγγελμα, νομικός όρος, ιατρική) ο/η ιατροδικαστής
    ⮡  The coroner noted that no traces of sexual violence had been found on the girl’s body nor were there any indications of recent intercourse.
    Ο ιατροδικαστής σημείωνε ότι δεν είχαν βρεθεί ίχνη σεξουαλικής βίας πάνω στο κορμί της κοπέλας ούτε και ενδείξεις πρόσφατης συνουσίας.
    → δείτε τη λέξη medical examiner
  2. κρατικός ελεγκτής ανακαλυμμένων αρχαίων και πολύτιμων θησαυρών και δικαστικός λειτουργός που αποφασίζει την τύχη τους, τους δικαιούχους και τυχόν αποζημιώσεις
  3. (Νήσος του Μαν) διοικητικός προϊστάμενος περιφέρειας

Δείτε επίσης

επεξεργασία
  • coroner στην αγγλική Βικιπαίδεια