ιατροδικαστής
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ιατροδικαστής (μαρτυρείται από το 1886)[1] < ιατρο- + δικαστής (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική médecin légiste)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαιατροδικαστής αρσενικό ή θηλυκό (θηλυκό & ιατροδικάστρια & ιατροδικαστίνα)
- (ιατρική, νομικός όρος, ανακριτική, επάγγελμα) ο γιατρός που εκτελεί, κατόπιν εισαγγελικής ή ανακριτικής αρχής, νεκροψία και νεκροτομή, εκδίδοντας σχετικό πόρισμα στο πλαίσιο της διερεύνησης ενός εγκλήματος
Συγγενικά
επεξεργασία- ιατροδικαστική
- ιατροδικαστικός
- ιατροδικαστίνα
- ιατροδικάστρια
- → δείτε τις λέξεις ιατρός, δικαστής και δίκη
Μεταφράσεις
επεξεργασία ιατροδικαστής
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ σελ. 480, Τόμος Α΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου