↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ιατροδικάστρια οι ιατροδικάστριες
      γενική της ιατροδικάστριας των ιατροδικαστριών
    αιτιατική την ιατροδικάστρια τις ιατροδικάστριες
     κλητική ιατροδικάστρια ιατροδικάστριες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ιατροδικάστρια < ιατροδικαστής + κατάληξη θηλυκού -τρια

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ιατροδικάστρια θηλυκό

  • (επάγγελμα) θηλυκό του ιατροδικαστής
    ※  Η ιατροδικάστρια πρόσεξε αμέσως ότι τα σημάδια από τα σχοινιά στα χέρια και τα πόδια του δεν αντιστοιχούσαν σε πολύωρο σφιχτό δέσιμο, παρόλο που οι αστυνομικοί που μπήκαν στον χώρο έλυσαν τον πιλότο, χωρίς να τον φωτογραφίσουν δεμένο. (*)

Άλλες μορφές

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία