ιατροδικάστρια
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ιατροδικάστρια < ιατροδικαστής + κατάληξη θηλυκού -τρια
Ουσιαστικό
επεξεργασίαιατροδικάστρια θηλυκό
- (επάγγελμα) θηλυκό του ιατροδικαστής
- ※ Η ιατροδικάστρια πρόσεξε αμέσως ότι τα σημάδια από τα σχοινιά στα χέρια και τα πόδια του δεν αντιστοιχούσαν σε πολύωρο σφιχτό δέσιμο, παρόλο που οι αστυνομικοί που μπήκαν στον χώρο έλυσαν τον πιλότο, χωρίς να τον φωτογραφίσουν δεμένο. (*)
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ιατροδικάστρια