↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η νεκροψία οι νεκροψίες
      γενική της νεκροψίας των νεκροψιών
    αιτιατική τη νεκροψία τις νεκροψίες
     κλητική νεκροψία νεκροψίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
νεκροψία < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική nécropsie < αρχαία ελληνική νεκρός, νεκρ- + ὄψ(ις) + -ία [1]

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

νεκροψία θηλυκό

Εκφράσεις

επεξεργασία
  • η νεκροψία θα δείξει: σκωπτική απάντηση σε ερώτηση για την έκβαση κάποιου γεγονότος, αν δεν γνωρίζουμε ακόμα το αποτέλεσμα

Σημειώσεις

επεξεργασία
  • την νεκροψία διενεργούν ιατροδικαστές μετά παραγγελία εισαγγελέως ή ανακριτικής αρχής που έχει επιληφθεί,
  • της νεκροψίας ακολουθεί συνηθέστερα η νεκροτομή που περιλαμβάνεται στην ίδια παραπάνω παραγγελία.

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία